- επικολλητικός
- η , όν относящийся к наклеиванию, приклеиванию, фанеровке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικολλητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην επικόλληση («επικολλητική εργασία»). επίρρ... επικολλητικώς με επικόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κολλητικός (< κολλητός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek